φθείρω

φθείρω
ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α
καταστρέφω
2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ' ὑφάς», Αισχύλ.)
3. μτφ. προκαλώ πνευματική ή ηθική φθορά, διαφθείρω («ὁμιλίαι κακαὶ φθείρουσιν ἤθη χρηστά», αρχ. γνωμ.)
νεοελλ.
(το μέσ.) φθείρομαι
μτφ. α) χάνω σταδιακά το κύρος και την υπόληψη μου
β) (στην ποίηση) αδυνατίζω («τα τέκνα τριγύρου / φθαρμένα και μαύρα / σαν ίσκιους ονείρου», Σολωμ.)
αρχ.
1. (σχετικά με πρόσ.) φονεύω
2. (ιδίως σχετικά με παρθένες) αποπλανώ ή ατιμάζω
3. διαφθείρω κάποιον με χρήματα ή με δώρα
4. αναμιγνύω μερικά σταθερά χρώματα με σκοπό την δημιουργία μιας χρωματικής παραλλαγής
5. παθ. α) (για ταξιδιώτες στη στεριά ή για ναυτικούς) περιπλανώμαι
β) περιπίπτω σε μια κατάσταση χειρότερη από αυτήν που ήμουν προηγουμένως
γ) ιατρ. υφίσταμαι διαταραχή («ἡ κοιλίη φθαρήσεται», Ιπποκρ.)
δ) (για γυναίκα) καθίσταμαι στείρα («χέρσους φθαρῆναι κἀγάμους ὑμᾱς», Σοφ.)
6. (το β' εν. και πληθ. πρόσ. προστ. μέσ. ενεστ. ως κατάρα) φθείρου! και φθείρεσθε!
να χαθείς!, να χαθείτε!
7. φρ. α) «φθείρομαί τινος» — απομακρύνομαι από κάποιον, εγκαταλείπω (Ευρ.)
β) «φθείρομαι εἴς τι [ή πρός τι]»
(για φορτικούς ανθρώπους και για κόλακες) πέφτω ορμητικά πάνω σε κάποιον (Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φθείρω (< *φθερ-) ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *gzwher- «ρέω, χύνομαι, εξαφανίζομαι», με ηχηρό δασύ χειλοϋπερωικό *gzwh- (όπως φαίνεται και από την εναλλαγή αρκτικού φθ/ψ, πρβλ. τον διαλ. τ. ψείρει, βλ. και φθάνω, φθίνω) και συνδέεται με αρχ. ινδ. kşarati «ρέει, χύνεται, εξαφανίζεται», kşara- «νερό», αβεστ. yžaraiti «ρέει». Εκτός από την κύρια σημ., το ρ. φθείρω καθώς και ορισμένα σύνθ. (πρβλ. συμφθείρομαι) και παρ. (πρβλ. φθορά) εμφανίζουν μια ιδιαίτερη τεχνική σημ. «αναμιγνύω χρώματα», η οποία έχει προέλθει με μια σημασιολογική εξέλιξη, που σημειώθηκε μόνο στην Ελληνική, από τη σημ. «φθείρω, χαλώ την καθαρότητα τών χρωμάτων με την ανάμιξη τους». Οι διαλεκτικοί τ. φθήρω και φθέρρω έχουν προέλθει από τον τ. *φθερ- με επένθεση τού -j- (πρβλ. *κτενjω < ιων.-αττ. κτείνω, αρκαδ. κτήνω, λεσβ. κτέννω), ενώ ο τ. φθαίρω έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα φθαρ- τού ρ. (πρβλ. κταίνω: κτείνω). Τέλος, από το ρ. φθείρω προέρχονται παρ. και σύνθ. τ. που εμφανίζουν τις μορφές φθορ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας (πρβλ. φθορ-ά, φθόρ-ος, καθώς και τα σύνθ. σε -φθορος) και φθαρ-τής συνεσταλμένης (πρβλ. φθάρ-μα, φθαρ-τός).
ΠΑΡ. φθαρτικός, φθαρτός, φθορά
αρχ.
φθάρμα
αρχ.-μσν.
φθόρος·μσν. φθάρσις
νεοελλ.
φθαρμός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. φθερσίβροτος, φθερσιγενής. (Β' συνθετικό) διαφθείρω, παραφθείρω
αρχ.
αποφθείρω, εκφθείρω, καταφθείρω, προφθείρω, συμφθείρω, υποφθείρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φθείρω — destroy aor subj act 1st sg φθείρω destroy pres subj act 1st sg φθείρω destroy pres ind act 1st sg φθείρω destroy aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθείρω — φθείρω, έφθειρα βλ. πίν. 217 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φθείρω — έφθειρα, φθάρθηκα και φθάρηκα, φθαρμένος 1. καταστρέφω λίγο λίγο, βλάπτω, προξενώ φθορά (βλάβη, ζημιά), τρίβω, λιώνω, χαλώ: Με το πολύ κάπνισμα φθείρει την υγεία του. 2. κάνω κάτι να χαλάσει ή να τριφτεί με την αδιάκοπη ή κακή χρήση, χαλνώ:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθεῖρον — φθείρω destroy aor imperat act 2nd sg φθείρω destroy pres part act masc voc sg φθείρω destroy pres part act neut nom/voc/acc sg φθείρω destroy imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φθείρω destroy imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθείρῃ — φθείρω destroy aor subj mid 2nd sg φθείρω destroy aor subj act 3rd sg φθείρω destroy pres subj mp 2nd sg φθείρω destroy pres ind mp 2nd sg φθείρω destroy pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθείρετε — φθείρω destroy aor subj act 2nd pl (epic) φθείρω destroy pres imperat act 2nd pl φθείρω destroy pres ind act 2nd pl φθείρω destroy imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθειρόμεθα — φθείρω destroy aor subj mid 1st pl (epic) φθείρω destroy pres ind mp 1st pl φθείρω destroy imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθείρει — φθείρω destroy aor subj act 3rd sg (epic) φθείρω destroy pres ind mp 2nd sg φθείρω destroy pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθείρεσθε — φθείρω destroy pres imperat mp 2nd pl φθείρω destroy pres ind mp 2nd pl φθείρω destroy imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθείρομεν — φθείρω destroy aor subj act 1st pl (epic) φθείρω destroy pres ind act 1st pl φθείρω destroy imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”